- απροκατάληπτος
- -η, -οαυτός που δεν έχει επηρεαστεί εκ των προτέρων, που δεν έχει προκαταληφθεί, ο αντικειμενικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
απροκατάληπτος — η, ο επίρρ. α αυτός που μιλά ή ενεργεί χωρίς προκατάληψη, χωρίς να χει σχηματισμένη γνώμη από τα πριν: Προσπαθούσε πάντα οι ενέργειές του να είναι νηφάλιες, απροκατάληπτες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αδέκαστος — η, ο (Α ἀδέκαστος, ον) [δεκάζω] 1. αυτός που δεν παίρνει χρήματα, δεν δωροδοκείται, δεν εξαγοράζεται για να παραβεί το καθήκον του 2. αμερόληπτος, απροκατάληπτος, δίκαιος, τίμιος νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το αδέκαστο τιμιότητα, ακεραιότητα («το… … Dictionary of Greek
Μαλαπάρτε, Κούρτσιο — (Curzio Malaparte, ψευδώνυμο του Curt Erich Suckert, Πράτο 1898 – Ρώμη 1957). Ιταλός συγγραφέας. Οι γονείς του είχαν γερμανική καταγωγή. Συμμετείχε ως εθελοντής στον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο. Ίδρυσε κατόπιν το περιοδικό La conquista dello Stato (Η… … Dictionary of Greek